Ταξίδι «στην Άκρη του Κόσμου»
Ένα Γράμμα από τη Ρωσία
Ταξίδι «στην Άκρη του Κόσμου»
ΤΟ ΜΙΚΡΟ μας αεροπλάνο απογειώθηκε από το Γιακούτσκ και πήρε σταδιακά ύψος πετώντας πάνω από την Κοιλάδα Τουιμάντα. Πίσω μας αφήσαμε πάμπολλες παγωμένες λίμνες διαφόρων σχημάτων και μεγεθών και περάσαμε πάνω από το Βερχογιάνσκι, μια σειρά από χιονοσκεπείς, ηλιόλουστες κορυφές. Αφού διανύσαμε 900 χιλιόμετρα, προσγειωθήκαμε τελικά στο χωριό Ντεπουτάτσκι.
Αυτό ήταν το πρώτο από τα ταξίδια μου μέσα στη Δημοκρατία Σάχα, γνωστή και με το όνομα Γιακουτία, μια όμορφη αλλά αφιλόξενη περιοχή, μεγαλύτερη από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Πρόκειται για ένα μέρος όπου η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει τους 40 βαθμούς Κελσίου το καλοκαίρι και τους -70 βαθμούς Κελσίου το χειμώνα και όπου το έδαφος κρύβει απολιθώματα τεράστιων ζώων τα οποία έχουν εκλείψει προ πολλού. Παρότι έχουν περάσει μερικά χρόνια από την τελευταία μου επίσκεψη, θυμάμαι σαν χτες τις μικρές πόλεις που τις τύλιγε η πυκνή ομίχλη, το βόρειο σέλας που λαμπύριζε και τους εύθυμους, σκληραγωγημένους Γιακούτιους.
Το χωριό Ντεπουτάτσκι δεν ήταν ο τελικός μας προορισμός. Ο συνταξιδιώτης μου και εγώ έπρεπε να επισκεφτούμε μερικά άλλα χωριά. Το πρώτο ήταν το Χαϊγίρ, 300 χιλιόμετρα πιο βόρεια, κοντά στη Θάλασσα Λάπτεφ, στη βόρεια Σιβηρία. Γιατί αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι; Νωρίτερα, κάποιος Μάρτυρας του Ιεχωβά είχε πάει σε αυτά τα χωριά και είχε βρει πολλούς ανθρώπους που ήθελαν να μάθουν περισσότερα για την Αγία Γραφή. Όπως αποδείχτηκε, εμείς στο Γιακούτσκ, περίπου 1.000 χιλιόμετρα μακριά, είμαστε οι πιο κοντινοί τους Μάρτυρες του Ιεχωβά! Συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνοι οι άνθρωποι χρειάζονταν ενθάρρυνση και βοήθεια.
Όταν φτάσαμε στο Ντεπουτάτσκι, βρήκαμε κάποιον που πήγαινε με αυτοκίνητο στο Χαϊγίρ και ο οποίος προσφέρθηκε να μας πάρει μαζί του αντί ενός μικρού ναύλου. Διστάσαμε λίγο όταν είδαμε το αυτοκίνητό του—ένα παλιό, ξεχαρβαλωμένο σοβιετικό μοντέλο που μύριζε βενζίνη. Τέλος πάντων, αποφασίσαμε να το διακινδυνεύσουμε και φύγαμε μαζί του εκείνο το βράδυ. Ούτε που φανταζόμασταν τι μας περίμενε.
Τα καθίσματα ήταν τόσο παγωμένα όσο η τούνδρα έξω από το αυτοκίνητο, και ύστερα από λίγο καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ζεσταθούν. Ζητήσαμε από τον οδηγό να σταματήσει με την πρώτη ευκαιρία και ψάξαμε στους σάκους μας να βρούμε ζεστά μάλλινα ρούχα, τα οποία και βάλαμε πάνω από αυτά που ήδη φορούσαμε. Αλλά το κρύο συνέχισε να μας περονιάζει.
Ο οδηγός μας, μαθημένος στη ζωή του Βορρά, προσπαθούσε να είναι κεφάτος. Ξαφνικά ρώτησε: «Έχετε δει ποτέ το βόρειο σέλας;» Εγώ δεν το είχα δει ποτέ, γι’ αυτό εκείνος σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκαμε έξω κουλουριασμένοι.
Για μια στιγμή, ξεχάσαμε τα πάντα. Έμεινα άναυδος, παρατηρώντας με θαυμασμό τα απαστράπτοντα, πολύχρωμα πέπλα φωτός να τυλίγονται και να ξετυλίγονται από πάνω μας—ένα καταπληκτικό θέαμα που νόμιζες ότι μπορούσες να αγγίξεις απλώνοντας και μόνο το χέρι σου.Κάπου εκεί στην παγωμένη τούνδρα, λίγο προτού ξημερώσει, το αυτοκίνητο κόλλησε στο χιόνι. Βοηθήσαμε τον οδηγό να το ξεκολλήσει, κάτι που επαναλήφθηκε αρκετές φορές καθώς προχωρούσαμε προς το Χαϊγίρ, οδηγώντας σε δρόμους που είχαν ανοιχτεί μέσα στο βαθύ χιόνι. Μόνο αφού χάραξε συνειδητοποίησα ότι οι «δρόμοι» ήταν στην πραγματικότητα παγωμένα ποτάμια! Τελικά, κατά το μεσημέρι, 16 ώρες αφότου φύγαμε από το Ντεπουτάτσκι, φτάσαμε στο Χαϊγίρ. Μολονότι περιμέναμε να αρρωστήσουμε εφόσον είχαμε εκτεθεί τόσες ώρες στο κρύο, σηκωθήκαμε το επόμενο πρωί φρέσκοι και ανανεωμένοι. Μόνο τα δάχτυλα των ποδιών μου ήταν λίγο μουδιασμένα, πιθανώς εξαιτίας κρυοπαγήματος. Οι χωρικοί μού έδωσαν λίγο λίπος αρκούδας για να τα αλείψω με αυτό.
Υπό κανονικές συνθήκες, θα επισκεπτόμασταν τους ανθρώπους στα σπίτια τους προκειμένου να τους μιλήσουμε για τα καλά νέα. Εδώ στο Χαϊγίρ, όμως, μόλις οι χωρικοί έμαθαν για την άφιξή μας, ήρθαν εκείνοι να μας βρουν! Κάθε μέρα επί δυόμισι εβδομάδες, μελετούσαμε τη Γραφή με τους ντόπιους, μερικές φορές από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Ήταν συναρπαστικό να βλέπουμε τόσο πολλούς θερμούς, φιλόξενους ανθρώπους οι οποίοι ενδιαφέρονταν για τα πνευματικά ζητήματα. Μερικές ηλικιωμένες Γιακούτιες μας είπαν: «Εμείς πιστεύουμε στον Θεό. Το γεγονός ότι ήρθατε εδώ, στην άκρη του κόσμου, δείχνει ότι υπάρχει Θεός!»
Οι τοπικές συνήθειες κέντρισαν την περιέργειά μας. Παραδείγματος χάρη, οι άνθρωποι στοιβάζουν κομμάτια πάγου σαν καυσόξυλα δίπλα στο σπίτι τους. Οποτεδήποτε χρειάζονται νερό, απλώς παίρνουν ένα από τα κομμάτια και, για να το λιώσουν, το βάζουν σε μια μεγάλη κατσαρόλα πάνω από τη φωτιά. Οι χωρικοί μάς πρόσφεραν ένα υπέροχο ψάρι της Αρκτικής με την ονομασία τσιρ, το οποίο είναι πολύ νόστιμο όταν σερβίρεται ως στρογκανίνα, μια τοπική λιχουδιά. Το ψάρι το παγώνουν μόλις το πιάνουν, στη συνέχεια το κόβουν σε λεπτές λωρίδες, το βουτούν στο αλατοπίπερο και το τρώνε αμέσως. Οι χωρικοί χαίρονταν επίσης να μας μιλούν για τα απολιθώματα, όπως για τους χαυλιόδοντες των μαμούθ και τα απολιθωμένα δέντρα, τα οποία βρίσκουν συχνά σε αυτή την περιοχή.
Από το Χαϊγίρ, ταξίδεψα εκατοντάδες χιλιόμετρα, κυρίως με αεροπλάνο, για να επισκεφτώ όσους ενδιαφέρονταν για τη Γραφή σε άλλα χωριά της Γιακουτίας. Πόσο θερμοί και φιλικοί είναι οι άνθρωποι εδώ! Μια φορά γνώρισα ένα αγοράκι που με κάποιον τρόπο κατάλαβε ότι δεν ένιωθα άνετα στα αεροπλάνα. Για να με ενθαρρύνει, μου έφτιαξε μια κάρτα. Ζωγράφισε ένα ζευγάρι σπουργίτια δίπλα σε ένα αεροπλανάκι και έγραψε: «Σάσα, όταν πετάς με αεροπλάνο, μη φοβάσαι ότι θα πέσεις. Ματθαίος 10:29». Πόσο συγκινήθηκα όταν άνοιξα τη Γραφή μου σε αυτό το εδάφιο! Εκεί, διάβασα τα λόγια του Ιησού σχετικά με τα σπουργίτια: «Ούτε ένα από αυτά δεν θα πέσει στο έδαφος χωρίς να το γνωρίζει ο Πατέρας σας».
Αφηγήθηκα λίγες μόνο από τις πολλές εντυπώσεις που αποκόμισα από τη Γιακουτία. Αυτή η ψυχρή, αφιλόξενη περιοχή θα μου θυμίζει πάντα εκείνους τους θερμούς, υπέροχους ανθρώπους που ζουν πράγματι «στην άκρη του κόσμου».
[Εικόνες στη σελίδα 25]
Διαπιστώσαμε ότι οι Γιακούτιοι είναι θερμοί και φιλόξενοι