ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ
«Ήμουν σαν Χελώνα που Κουβαλάει το Καβούκι Της»
ΣΤΗ διάρκεια μιας σαρωτικής εννιαήμερης εκστρατείας κηρύγματος μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 1929, πάνω από 10.000 κήρυκες όργωσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Διένειμαν 250.000 βιβλία και βιβλιάρια. Ανάμεσα σε εκείνους τους διαγγελείς της Βασιλείας ήταν και περίπου χίλιοι βιβλιοπώλες διάκονοι. Ο αριθμός τους είχε αυξηθεί θεαματικά! Το Δελτίο (Bulletin) * χαρακτήρισε «σχεδόν απίστευτο» το γεγονός ότι οι σκαπανείς είχαν τριπλασιαστεί από το 1927 ως το 1929.
Στα τέλη του 1929, συνέβη ένα οικονομικό κραχ. Τη Μαύρη Τρίτη
Πώς θα τα έβγαζαν πέρα οι ολοχρόνιοι κήρυκες μέσα σε αυτή την κρίση; Μια λύση ήταν το «σπιτικό πάνω σε ρόδες»
Επινοητικοί κήρυκες σε όλο τον κόσμο άρχισαν να κατασκευάζουν τα τροχήλατα σπίτια τους. «Όπως ο Νώε δεν είχε πείρα στην κατασκευή πλοίων», είπε ο Βίκτορ Μπλάκγουελ, «έτσι και εγώ δεν είχα την πείρα ή τις γνώσεις για να φτιάξω ένα τροχόσπιτο». Παρ’ όλα αυτά, τα κατάφερε περίφημα.
Ο Έιβερι και η Λοβίνια Μπρίστοου είχαν και αυτοί τροχόσπιτο. «Ήμουν σαν χελώνα που κουβαλάει το καβούκι της
Ο Τζούστο και η Βιντσέντζα Μπατάινο έκαναν και αυτοί σκαπανικό. Όταν έμαθαν ότι θα γίνονταν γονείς, μετέτρεψαν το φορτηγάκι τους
Τα καλά νέα έβρισκαν πολλά ευήκοα αφτιά, αλλά όσοι ήταν φτωχοί και άνεργοι σπάνια είχαν να δώσουν χρήματα για τα Γραφικά έντυπα. Γι’ αυτό, τα αντάλλασσαν με κάθε λογής αγαθά. Δύο σκαπάνισσες έφτιαξαν κάποια φορά έναν κατάλογο με 64 διαφορετικά πράγματα που είχαν πάρει από ενδιαφερόμενα άτομα. Ήταν λες και έβλεπες «κατάλογο προϊόντων παντοπωλείου».
Ο Φρεντ Άντερσον συνάντησε κάποιον αγρότη ο οποίος, για να πάρει μια σειρά από τα βιβλία μας, πρόσφερε τα γυαλιά που είχε από τη μητέρα του. Στο επόμενο αγρόκτημα, κάποιος κύριος ενδιαφέρθηκε για τα έντυπά μας αλλά είπε: «Δεν έχω γυαλιά για να τα διαβάσω». Όταν έβαλε όμως τα γυαλιά του γείτονά του, μπορούσε να διαβάσει μια χαρά, και έδωσε ευχαρίστως μια συνεισφορά και για τα βιβλία και για τα γυαλιά.
Ο Χέρμπερτ Άμποτ είχε πάντα στο αυτοκίνητό του ένα φορητό κοτέτσι. Κάθε φορά που λάβαινε ως συνεισφορά τρεις ή τέσσερις κότες, τις πήγαινε στην αγορά, τις πουλούσε και γέμιζε το ρεζερβουάρ. «Κάποιες φορές μέναμε πανί με πανί», έγραψε ο ίδιος, «αλλά αυτό δεν μας πτοούσε. Αν είχαμε βενζίνη στο αυτοκίνητο, συνεχίζαμε ακάθεκτοι, θέτοντας την πίστη και την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά».
Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά και η ισχυρή αποφασιστικότητα ήταν αυτά που κράτησαν το λαό του δυνατό. Στη διάρκεια μιας θύελλας, ο Μάξγουελ και η Έμι Λιούις μόλις που πρόλαβαν να βγουν από το τροχόσπιτό τους πριν πέσει ένα δέντρο και το κόψει στη μέση. «Για εμάς αυτά δεν ήταν εμπόδια», έγραψε ο Μάξγουελ, «απλώς μικροαναποδιές, και ούτε καν μας περνούσε από το μυαλό να τα παρατήσουμε. Υπήρχε πολύ έργο να γίνει, και ήμασταν αποφασισμένοι να το κάνουμε». Απτόητοι και με τη βοήθεια καλών τους φίλων, ξανάφτιαξαν το τροχόσπιτό τους από την αρχή.
Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε σήμερα, το ίδιο αυτοθυσιαστικό πνεύμα χαρακτηρίζει εκατομμύρια ζηλωτές Μάρτυρες του Ιεχωβά. Άλλωστε, όπως εκείνοι οι πρώτοι σκαπανείς, είμαστε και εμείς αποφασισμένοι να συνεχίσουμε το έργο κηρύγματος ωσότου πει ο Ιεχωβά ότι έχει ολοκληρωθεί.