Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Η Διαβόητη Εποχή των Καταδίκων της Αυστραλίας

Η Διαβόητη Εποχή των Καταδίκων της Αυστραλίας

Η Διαβόητη Εποχή των Καταδίκων της Αυστραλίας

ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

ΤΖΟΝ ΧΙΛ: Καταδικάστηκε επειδή έκλεψε ένα λινό μαντίλι που άξιζε έξι πένες (περ. 0,1 ευρώ) και εξορίστηκε στην Αυστραλία εφτά χρόνια.

ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΜΠΕΪΣΟΝ: Καταδικάστηκε επειδή έκλεψε περίπου εξίμισι μέτρα βαμβακερό ύφασμα. Η ποινή της ήταν ο απαγχονισμός, αλλά μετατράπηκε σε εφταετή εξορία.

ΤΖΕΪΜΣ ΜΠΑΡΤΛΕΤ: Κρίθηκε ένοχος για την κλοπή 450 κιλών σχοινιού. Εξορίστηκε στην Αυστραλία εφτά χρόνια.

ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΑΡΣΜΠΙ: Κρίθηκε ένοχος για επίθεση εναντίον του Γουίλιαμ Γουίλιαμς και κλοπή του μεταξένιου πορτοφολιού του, του χρυσού ρολογιού του και έξι γκινεών (περ. 10 ευρώ). Καταδικάστηκε σε απαγχονισμό, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια εξορία.

ΑΥΤΑ είναι τέσσερα μόνο παραδείγματα ατόμων που καταδικάστηκαν στην Αγγλία και κατόπιν εξορίστηκαν στην Αυστραλία στα τέλη του 18ου αιώνα. Άλλοι 160.000 άνθρωποι περίπου είχαν παρόμοια τύχη στη διάρκεια της διαβόητης εποχής των καταδίκων. Οι γυναίκες, πολλές φορές μαζί με τα παιδιά τους, καταδικάζονταν συνήθως σε ποινή 7 ως 14 χρόνων.

«Πολλοί από τους “εγκληματίες” της Αυστραλίας ήταν αγόρια και κορίτσια προεφηβικής ηλικίας», λέει ο Μπιλ Μπίτι στο βιβλίο Το Ξεκίνημα της Αυστραλίας​—Μνήμες Ντροπής (Early Australia​—With Shame Remembered). Ανάμεσα στους καταδίκους, αναφέρει, ήταν και ένα εφτάχρονο παιδί. Το αγόρι εξορίστηκε στην Αυστραλία «για την υπόλοιπη ζωή του».

Ωστόσο, για μερικούς καταδίκους η κατάσταση δεν ήταν απελπιστική. Μάλιστα η εξορία οδήγησε ορισμένους σε καλύτερη ζωή. Πράγματι, η εποχή των καταδίκων ήταν μια εποχή γεμάτη αντιθέσεις, μια εποχή βαρβαρότητας και συγχρόνως συμπόνιας, θανάτου και συνάμα ελπίδας. Και όλα άρχισαν στη Βρετανία.

Αρχίζει η Εποχή των Καταδίκων

Η Βρετανία του 18ου αιώνα υπέστη κοινωνικές αλλαγές οι οποίες οδήγησαν σε αύξηση του εγκλήματος, που συχνά ήταν αποτέλεσμα της απόλυτης φτώχειας. Για να περιορίσουν αυτή την τάση, οι αρχές θέσπισαν αυστηρούς νόμους και κυρώσεις. Στις αρχές του 19ου αιώνα, περίπου 200 παραβάσεις επέσυραν την ποινή του θανάτου. «Ακόμη και η μικρότερη κλοπή», ανέφερε ένας ταξιδιώτης, «τιμωρείται με θάνατο». Πράγματι, ένα 11χρονο αγόρι απαγχονίστηκε επειδή έκλεψε ένα μαντίλι!

Εντούτοις, στις αρχές του 18ου αιώνα, ψηφίστηκε ένας νόμος που επέτρεπε πολλές φορές τη μετατροπή της θανατικής ποινής σε μεταφορά στις βρετανικές αποικίες της Βόρειας Αμερικής. Έτσι λοιπόν, με τον καιρό άρχισαν να μεταφέρονται εκεί περίπου 1.000 κατάδικοι κάθε χρόνο, στην αρχή κυρίως στη Βιρτζίνια και στο Μέριλαντ. Όταν όμως αυτές οι αποικίες απέκτησαν ανεξαρτησία από τη Βρετανία το 1776, σταμάτησε αυτή η τακτική. Έκτοτε, οι κατάδικοι ρίχνονταν στα διαβόητα κάτεργα, στα πλοία-φυλακές που υπήρχαν διάσπαρτα στον ποταμό Τάμεση του Λονδίνου. Αυτές οι πλωτές φυλακές προφανώς είχαν περιορισμένη χωρητικότητα. Τι έπρεπε, λοιπόν, να γίνει;

Ο εξερευνητής πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ έδωσε την απάντηση όταν έκανε τη Νέα Ολλανδία​—τη σημερινή Αυστραλία—​βρετανική κτήση. Λίγο αργότερα, το 1786, η ανατολική ακτή της Αυστραλίας ξεχωρίστηκε ως τόπος ίδρυσης αποικιών για καταδίκους. Την επόμενη χρονιά αναχώρησε από την Αγγλία ο «Πρώτος Στόλος» για να ιδρύσει την αποικία της Νέας Νότιας Ουαλίας. a Ακολούθησαν και άλλοι στόλοι, και σύντομα εμφανίστηκαν αρκετές αποικίες καταδίκων στην Αυστραλία, καθώς και μία στο Νησί Νόρφοκ, 1.500 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Σίντνεϊ.

Κακουχίες στη Θάλασσα

Τα πρώτα ταξίδια προς τις αποικίες καταδίκων ήταν ένας εφιάλτης για τους καταδίκους, οι οποίοι ήταν συνωστισμένοι μέσα στα υγρά, βρωμερά πλοία. Εκατοντάδες πέθαιναν εν πλω, ενώ άλλοι πέθαιναν λίγο μετά την άφιξή τους. Το σκορβούτο θέριζε πολλές ζωές. Τελικά, όμως, τοποθετήθηκαν γιατροί στα πλοία των καταδίκων, ιδιαίτερα σε εκείνα που μετέφεραν γυναίκες καταδίκους. Αυτό οδήγησε σε μεγάλη βελτίωση των ποσοστών επιβίωσης. Αργότερα, χάρη στα γρηγορότερα πλοία, η διάρκεια του ταξιδιού μειώθηκε από εφτά μήνες σε τέσσερις, και έτσι επιβίωναν ακόμη περισσότεροι επιβάτες.

Μια άλλη απειλή ήταν τα ναυάγια. Το βρετανικό πλοίο καταδίκων Αμφιτρίτη, έχοντας φύγει από την Αγγλία πριν από πέντε ημέρες και ενώ ήταν ακόμη ορατό από τις γαλλικές ακτές, έπεσε σε σφοδρή θύελλα. Έπειτα από δύο ημέρες στο έλεος των μανιασμένων κυμάτων, στις 31 Αυγούστου 1883 στις πέντε το απόγευμα, προσάραξε περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από την ακτή.

Το πλήρωμα αρνήθηκε να δεχτεί βοήθεια, και οι σωσίβιες λέμβοι δεν ρίχτηκαν στη θάλασσα. Γιατί; Διότι πίστευαν ότι οι κατάδικοι​—120 γυναικόπαιδα—​θα δραπέτευαν! Ως αποτέλεσμα, έπειτα από τρεις φρικτές ώρες, το κατεστραμμένο πλοίο έριξε το ανθρώπινο φορτίο του στη θάλασσα. Το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος και όλοι οι επιβαίνοντες, τα 120 γυναικόπαιδα, χάθηκαν. Τις επόμενες ημέρες, εκβράστηκαν στην ακτή 82 πτώματα​—ένα από αυτά ανήκε σε κάποια γυναίκα που κρατούσε το παιδί της στην αγκαλιά της τόσο σφιχτά ώστε ούτε ο θάνατος δεν μπόρεσε να τους χωρίσει.

Προτιμότερος ο Θάνατος

Ο κυβερνήτης της Νέας Νότιας Ουαλίας, ο Σερ Τόμας Μπρισμπέιν, δήλωσε ότι οι χειρότεροι κατάδικοι της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Τασμανίας έπρεπε να μεταφέρονται στο Νησί Νόρφοκ. «Δεν υπάρχει ελπίδα επιστροφής για τον εγκληματία που μεταφέρεται εκεί», είπε. Ο Σερ Ραλφ Ντάρλινγκ, ένας μεταγενέστερος κυβερνήτης, υποσχέθηκε να κάνει το νησί «τόπο απονομής [της αυστηρότερης] τιμωρίας, με εξαίρεση το θάνατο». Το Νησί Νόρφοκ έγινε ακριβώς ένα τέτοιο μέρος, ιδιαίτερα όταν ήταν κυβερνήτης ο αριστοκρατικής καταγωγής Τζον Πράις.

Ειπώθηκε ότι ο Πράις «φαινόταν να γνωρίζει, με τρομακτική ακρίβεια, τον τρόπο σκέψης ενός εγκληματία, και ότι αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εφάρμοζε άτεγκτα το Νόμο, του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει σχεδόν απόλυτα [τους καταδίκους]». Η ελάχιστη ποινή που επέβαλλε ο Πράις ήταν 50 μαστιγώσεις ή δέκα ημέρες σε ένα κελί μαζί με 13 άλλους κρατουμένους, στο οποίο μόνο όρθιοι μπορούσαν να χωρέσουν, και αυτό για παραπτώματα όπως το να τραγουδάει κανείς ή να μην περπατάει αρκετά γρήγορα ή να μη σπρώχνει με αρκετή δύναμη τα φορτία με τις πέτρες.

Πολλοί φυλακισμένοι θεωρούσαν το θάνατο λύτρωση. Αναφερόμενος σε μια ανταρσία 31 καταδίκων, από τους οποίους οι 13 εκτελέστηκαν και στους 18 δόθηκε χάρη, ένας κληρικός έγραψε: «Είναι πραγματικό γεγονός ότι όλοι όσοι άκουγαν πως τους δόθηκε χάρη έκλαιγαν πικρά και όλοι όσοι άκουγαν την καταδίκη τους σε θάνατο έπεφταν στα γόνατα, χωρίς να χύσουν ούτε ένα δάκρυ, και ευχαριστούσαν τον Θεό». Ο ίδιος κληρικός πρόσθεσε: «Όταν ελευθερώνονταν από τις αλυσίδες και άκουγαν την ανάγνωση της θανατικής ποινής, γονάτιζαν και τη δέχονταν ως θέλημα Θεού. Κατόπιν, με μια αυθόρμητη κίνηση, [οι καταδικασμένοι] φιλούσαν ταπεινά τα πόδια του λυτρωτή τους».

Μόνο οι κληρικοί, με την ασυλία που τους παρείχε η ιερατική τους ιδιότητα, τόλμησαν να καταγγείλουν αυτές τις ωμότητες. «Τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψω τη βάρβαρη και απάνθρωπη συμπεριφορά [του Πράις] . . . προς τους φυλακισμένους», έγραψε ένας κληρικός. «Είναι φρικτό να το σκέφτεται κανείς, και όλα αυτά γίνονται χωρίς τιμωρία».

Ξεπροβάλλει μια Αχτίδα Ελπίδας

Με την άφιξη του πλοίαρχου Αλεξάντερ Μακόνοχι ήρθε κάποια ανακούφιση στο Νησί Νόρφοκ το 1840. Αυτός επινόησε ένα βαθμολογικό σύστημα που συνδύαζε το σωφρονισμό με την ανταμοιβή και επέτρεπε στους καταδίκους να κερδίσουν την ελευθερία τους αφού συμπλήρωναν έναν ορισμένο αριθμό πόντων ή βαθμών. «Πιστεύω», έγραψε ο Μακόνοχι, «ότι η αναμόρφωση είναι πάντα εφικτή, αν εφαρμοστούν κατάλληλες μέθοδοι. Η ανθρώπινη διάνοια έχει άπειρες δυνατότητες προσαρμογής αν οι ικανότητές της χρησιμοποιηθούν για υγιείς επιδιώξεις και δεν υποστούν βλάβη εξαιτίας της κακομεταχείρισης ή δεν παγιδευτούν στην αδράνεια ενός τάφου για ζωντανούς ανθρώπους».

Οι μεταρρυθμίσεις του Μακόνοχι ήταν τόσο επιτυχημένες ώστε αργότερα εφαρμόστηκαν στην Αγγλία, στην Ιρλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, στην εποχή του, ο Μακόνοχι δεν έθιξε απλώς το κατεστημένο, αλλά έθιξε και τον εγωισμό ορισμένων επιφανών ανθρώπων των οποίων τις μεθόδους απέρριψε. Ως αποτέλεσμα, τελικά απομακρύνθηκε από τη θέση του. Με την αποχώρησή του, η βαρβαρότητα επέστρεψε στο Νησί Νόρφοκ. Όχι όμως για πολύ. Το 1854, έπειτα από έντονες διαμαρτυρίες του κλήρου, έπαψε να λειτουργεί στο νησί η αποικία καταδίκων, και οι κατάδικοί της μεταφέρθηκαν στο Πορτ Άρθουρ της Τασμανίας.

Το Πορτ Άρθουρ ήταν και αυτό ένα μέρος που ενέπνεε φόβο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια. Ωστόσο, η βαρβαρότητα δεν ήταν τόσο μεγάλη εκεί όσο στο Νησί Νόρφοκ. Λόγου χάρη, η συνήθεια της μαστίγωσης είχε σχεδόν εκλείψει στο Πορτ Άρθουρ το 1840.

Ο αυστηρός κυβερνήτης της Τασμανίας, ο Τζορτζ Άρθουρ, ήθελε να κάνει την αποικία «ονομαστή για τη σιδηρά πειθαρχία» της, γράφει ο Ίαν Μπραντ στο έργο του Πορτ Άρθουρ​—1830-1877 (Port Arthur​—1830-1877). Συγχρόνως, ο Άρθουρ ήθελε να γνωρίζει ο κάθε κατάδικος «την ανταμοιβή για την καλή διαγωγή και την τιμωρία για την κακή». Γι’ αυτόν το λόγο, κατέτασσε τους καταδίκους σε εφτά ομάδες—από εκείνους οι οποίοι αποφυλακίζονταν με αναστολή λόγω της καλής τους διαγωγής ως εκείνους που καταδικάζονταν σε καταναγκαστικά έργα αλυσοδεμένοι.

Εξορία​—Για Πολλούς, Ευλογία

«Εκτός από εκείνους που ήταν έγκλειστοι στις αποικίες καταδίκων στο Πορτ Άρθουρ, στο Νησί Νόρφοκ . . . και σε παρόμοια μέρη στη διάρκεια των πιο σκοτεινών περιόδων», γράφει ο Μπίτι, «οι κατάδικοι είχαν συχνά καλύτερες προοπτικές από ό,τι στη χώρα της γέννησής τους. . . . Είχαν ευκαιρίες να επιτύχουν».

Πράγματι, οι κατάδικοι που απελευθερώνονταν νωρίτερα (οι χειραφετημένοι), καθώς και εκείνοι που εξέτιαν όλη την ποινή τους, διαπίστωναν ότι ανοίγονταν πολλές ευκαιρίες για αυτούς και τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό, ελάχιστοι επέστρεφαν στην Αγγλία μετά την αποφυλάκισή τους.

Ο κυβερνήτης Λάκλαν Μακουόρι, υπέρμαχος των απελευθερωμένων καταδίκων, είπε: «Όταν ένα άτομο ελευθερώνεται, δεν θα πρέπει πλέον να θυμόμαστε την προηγούμενη κατάστασή του ή να τη χρησιμοποιούμε εις βάρος του. Θα πρέπει να το κάνουμε να νιώθει κατάλληλο για οποιαδήποτε θέση έχει αποδείξει ότι είναι άξιο να κατέχει λόγω της μακρόχρονης καλής διαγωγής του».

Ο Μακουόρι έδειξε ότι εννοούσε τα λόγια του παραχωρώντας γη στους απελευθερωμένους καταδίκους. Κατόπιν ανέθετε σε καταδίκους να βοηθούν εκείνους που είχαν αποφυλακιστεί να καλλιεργούν τη γη τους και να εκτελούν διάφορες εργασίες στα σπίτια τους.

Σταδιακά, πολλοί πρώην κατάδικοι που ήταν φιλόπονοι και είχαν επιχειρηματικό πνεύμα απέκτησαν πλούτο, σεβασμό και, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμη και φήμη. Ο Σάμιουελ Λάιτφουτ, λόγου χάρη, έπαιξε βασικό ρόλο στην ίδρυση των πρώτων νοσοκομείων στο Σίντνεϊ και στο Χόμπαρτ. Ο Γουίλιαμ Ρέντφερν έγινε ευυπόληπτος γιατρός, και ο Φράνσις Γκρίνγουεϊ, με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του, άφησε το αποτύπωμά του στην πόλη και στα περίχωρα του Σίντνεϊ.

Τελικά, έπειτα από 80 χρόνια, το 1868 καταργήθηκε η εξορία στην Αυστραλία. Σήμερα, η σύγχρονη, πολυπολιτισμική κοινωνία της Αυστραλίας δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνα τα χρόνια. Τα ερείπια των αποικιών για καταδίκους παρουσιάζουν τώρα απλώς τουριστικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, μια κοντινότερη ματιά αποκαλύπτει πολλές λιγότερο οδυνηρές υπενθυμίσεις της εποχής των καταδίκων: γέφυρες, παλιά κτίρια, ακόμη και ναούς​—όλα έργα των καταδίκων. Μερικά βρίσκονται σε άριστη κατάσταση και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.

[Υποσημείωση]

a Σχετικά με την αποικία καταδίκων στον κόλπο Μπότανι, παρακαλούμε δείτε το Ξύπνα! 8 Φεβρουαρίου 2001, σελίδα 20.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 14]

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΟΝΟΥ ΚΑΠΟΙΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥ

Ένας απόγονος πέμπτης γενιάς δύο καταδίκων περιγράφει πώς βρέθηκε στην Αυστραλία κάποιος από τους προγόνους του:

«Σε ηλικία 19 ετών, κάποιος πρόγονός μου καταδικάστηκε . . . επειδή έκλεψε ένα μικρό βιβλίο. Έφυγε από την Αγγλία με το πλοίο Γεώργιος Γ΄ στις 12 Δεκεμβρίου 1834, μαζί με 308 επιβάτες​—από τους οποίους οι 220 ήταν κατάδικοι. Όταν το πλοίο αντίκρισε την ακτή της Τασμανίας στις 12 Απριλίου 1835, 50 φυλακισμένοι είχαν προσβληθεί από σκορβούτο. Η σύζυγος ενός στρατιώτη, 3 παιδιά και 12 άλλοι είχαν πεθάνει. Δύο παιδιά είχαν γεννηθεί στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού.

»Έπειτα από έξι εβδομάδες στη θάλασσα, ξέσπασε φωτιά στο καράβι. Αλλά η καταστροφή αποφεύχθηκε, χάρη στο θάρρος δύο φυλακισμένων οι οποίοι απέτρεψαν την έκρηξη δύο βαρελιών δυναμίτη. Ωστόσο, πολλές προμήθειες καταστράφηκαν, αφήνοντας πενιχρά εφόδια για το υπόλοιπο ταξίδι. Στην προσπάθειά του να φτάσει γρήγορα στο λιμάνι, ο καπετάνιος διάλεξε ένα συντομότερο πέρασμα μέσω του Πορθμού Ντ’ Αντρεκαστό, στο νότιο άκρο της Τασμανίας. Στις 9:30 μ.μ., το πλοίο χτύπησε πάνω σε έναν αχαρτογράφητο βράχο, που σήμερα είναι γνωστός ως Βράχος του Βασιλέως Γεωργίου, σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από την ακτή και βυθίστηκε. Από τους 133 που πνίγηκαν, σχεδόν όλοι ήταν φυλακισμένοι κλειδωμένοι στο αμπάρι. Μόνο 81 από τους 220 καταδίκους επέζησαν. Ένας από αυτούς ήταν και ο πρόγονός μου. Το 1843 παντρεύτηκε μια απελευθερωμένη κατάδικο, και δύο χρόνια αργότερα του δόθηκε χάρη. Πέθανε το 1895».

[Εικόνες στη σελίδα 12, 13]

ΣΕΡ ΤΟΜΑΣ ΜΠΡΙΣΜΠΕΪΝ

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΛΑΚΛΑΝ ΜΑΚΟΥΟΡΙ

Το βρετανικό πλοίο καταδίκων «Αμφιτρίτη»

[Ευχαριστίες]

Κατάδικοι: Ευγενής παραχώρηση από National Library of Australia· πορτραίτο του Σερ Τόμας Μπρισμπέιν από τον Φ. Σενκ: Rex Nan Kivell Collection, NK 1154. Άδεια από National Library of Australia· Μακουόρι: Mitchell Library, State Library of New South Wales· πλοίο: La Trobe Picture Collection, State Library of Victoria

[Εικόνες στη σελίδα 14, 15]

Κελιά στη φυλακή καταδίκων του Πορτ Άρθουρ

[Ευχαριστίες]

Αλυσίδες και κελιά: La Trobe Picture Collection, State Library of Victoria

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Αυτός ο φάρος στο λιμάνι του Σίντνεϊ είναι αντίγραφο ενός φάρου που σχεδιάστηκε από τον πρώην κατάδικο Φράνσις Γκρίνγουεϊ

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Η απρόσιτη ακτογραμμή του Νησιού Νόρφοκ

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Το παλιό στρατιωτικό συγκρότημα στο Νησί Νόρφοκ